top of page

Μια βιογραφία του Μανιφέστου

Ήταν, αν θυμάμαι καλά, ακριβώς το 2000, όταν είχε νοσηλευθεί ο πατέρας μου στο νοσοκομείο, για μερικές μέρες, για να αφαιρεθούν κάποια θηλώματα από την ουροδόχο κύστη του. Ήταν κάτι που είχε γίνει σαν μια μόνιμη διαδικασία και κάθε εξάμηνο τρέχαμε για την αφαίρεση τέτοιων θηλωμάτων.

 Εκείνη τη φορά, νοσηλευόταν μαζί του ένας ασθενής με καθολικό καρκίνο. Είχε καρκίνο στα οστά και αφόρητους πόνους γιατί αυτά έσπαγαν, είχε επίσης καρκίνο στο στομάχι και το παραμικρό που έτρωγε το έκανε εμετό, είχε ακόμη και στα νεφρά και μέρα παρά μέρα έκανε αιμοκάθαρση. Αυτούς τους καρκίνους θυμάμαι να έχει, από τα πολύ φανερά και οδυνηρά τους αποτελέσματα, αλλά μάλλον είχε και άλλους. Ηλικιακά ήταν 58 χρόνων, είχα ακούσει που το έλεγε ο γιός του.

  Συνοδοί του, ήταν η σύζυγος του και ο γιος του. Γενικά δεν τον άφηναν ποτέ μόνο του στο κρεβάτι του πόνου του και ήταν μαζί του πότε ο ένας, πότε ο άλλος.  Εκείνο το απόγευμα ήταν ο γιος του, κοντά στα τριάντα αυτός. Μόλις είχε έρθει και του έκανε την κλασική, αλλά μάλλον άτυχη στις δεδομένες συνθήκες, ερώτηση: “πατέρα πως αισθάνεσαι;”. Εκείνος τότε με έναν δυνατό αναστεναγμό που με έκανε να απορήσω για τη δύναμη του, τη στιγμή που ο άνθρωπος ήταν τόσο εξαντλημένος από τα δεινά του, απάντησε με τη μόνη απάντηση, αν και απολύτως μετριοπαθή, που ήταν δυνατή: “χάλια” και “χειροτερεύω συνέχεια παιδί μου”.    Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να του συγκρατήσει το ηθικό ο γιος του τόλμησε να του πει: “Όχι και χειροτερεύεις συνέχεια πατέρα, απλώς σε βλέπω στάσιμο”. Τότε εκείνος κουλουριάστηκε, γύρισε το σώμα του προς τον τοίχο και είπε με ξέπνοη δύναμη την τρομερή φράση. Τρομερότερη γιατί απευθυνόταν στο ίδιο του το παιδί: “παιδί μου, θα προτιμούσα να μην είχα γεννηθεί”.

Τη σημασία αυτής της φράσης, που για τον εφησυχασμένο υπαρξιακά κόσμο μου ήταν κάτι πολύ περισσότερο από κεραυνός εν αιθρία, την ένοιωσα αμέσως, όμως δεν μπορούσα το ίδιο άμεσα να συνειδητοποιήσω όλες τις τρομερές συνέπειες της. Η φράση αυτή καρφώθηκε μέσα μου και σημάδεψε την υπόλοιπη, ως τώρα τουλάχιστον, ζωή μου.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, που ξεστομίσθηκε η φοβερή φράση, έβλεπα ανθρώπους να υποφέρουν περισσότερο ή λιγότερο, για λίγο ή για περισσότερο ή και για πάντα, αλλά δεν μου είχε γεννηθεί η επίσης τρομερή, αλλά φυσιολογική ερώτηση: «Αλήθεια, αξίζει τον κόπο; Η ζωή, όπως είναι, αξίζει να τη ζεις;». Εξηγώ το “υποφέρουν για πάντα”, που ανάφερα προηγουμένως, με το παράδειγμα της νονάς μου:   Η νονά μου σε ηλικία 22 ετών είχε αυτοκινητιστικό ατύχημα και έμεινε για πάντα παραπληγική – πλήρως παράλυτη.

Από τότε, από εκείνο το απόγευμα του 2000, προσέχοντας πολύ περισσότερο αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους και πολύ περισσότερο ευαισθητοποιημένος σε αυτά, στις αρρώστιες, στο χάσιμο αγαπημένων προσώπων, στις διάφορες κακοτυχίες τους, στις αδιάκοπα διαψευσμένες ελπίδες τους, στα γηρατειά τους και τη μεγάλη φθορά και ανημπόρια που τα συνοδεύει, και τελικά στο θάνατο τους, επαναφέρω συνεχώς το ερώτημα: Αλήθεια, αξίζει τον κόπο;. Υπάρχει κάποιο νόημα να το ζήσεις αυτό, με τελικό σκοπό να πεθάνεις;  Η πιο βαριά φιλοσοφία στους στίχους ενός λαϊκού τραγουδιού: “Μια μολυβιά μέσα στης μοίρας το τετράδιο είν' η ζωή, είν' η ζωή του καθενός, Μια γομολάστιχα ο θάνατος και αύριο σε μια στιγμή, τα πάντα γίνονται καπνός. Μια μολυβιά που σβήνει και δεν αφήνει ούτ' ένα ίχνος πουθενά, ένα μικρό σημάδι που μες στον Άδη χάνεται και δεν γυρνά. Είν' η ζωή μια μολυβιά”. 

Και γι αυτό ίσως, επειδή δηλαδή πρόσεχα πλέον με μεγάλη προσοχή τα δεινά και τα παράπονα ζωής των ανθρώπων, άκουσα και άλλες φορές αυτή την τρομερή φράση σε διάφορες παραλλαγές, αν και ποτέ πια με εκείνη την βαθιά ένταση του ανθρώπου που από τον βασανιστικό θάνατο τον χώριζαν ώρες και το καταλάβαινε… Να, μια πρόσφατη εξομολόγηση μιας φίλης μου, μόλις 24 ετών, που υποφέρει από κατάθλιψη: Στα δεκαοχτώ της, ήδη υπέφερε από τότε από την κατάθλιψη, είχε πει στον ψυχολόγο που την παρακολουθούσε: «Αφού ξέρανε οι γονείς μου ότι υπήρχε περίπτωση το παιδί τους να υποφέρει έτσι, τότε γιατί το ρίσκαραν και με γέννησαν;».    

Αργότερα, από εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα του 2000 της υπαρξιακής αποκάλυψης, ήρθε στη χώρα μας η οικονομική κρίση και τα μνημόνια που επέβαλλε η Ε.Ε. Η ζωή πολλών ανθρώπων, ανάμεσα τους και η δική μου χειροτέρεψε. Για πολλούς απελπιστικά. Τέθηκε θέμα επιβίωσης. Τότε, σκέφθηκα και το άλλο: Δεν φτάνουν οι αρρώστιες, οι διάφορες κακοτυχίες, το χάσιμο αγαπημένων ανθρώπων, η μεγάλη φθορά και ανημπόρια των γηρατειών και ο αδυσώπητος επικείμενος θάνατος που μάλιστα μπορεί να έχει βασανιστική μορφή, είναι αναγκαίο σε όλα αυτά τα τεράστια φυσικά μειονεκτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης να προστίθεται και η αγωνία της επιβίωσης;;

Είδα τότε, εκείνη τη περίοδο, τους ανθρώπους να συναθροίζονται σε δρόμους και σε πλατείες και να διαμαρτύρονται αγανακτισμένοι. Αναρωτήθηκα, αν έχουν δίκιο. Σε κάθε οικονομική κρίση είναι δυνατόν το κράτος και η οργανωμένη κοινωνία να είναι συνεχώς αρωγός και μάλιστα ως ποιο σημείο, εκείνων, των αρκετών ή πολλών, που δεινοπαθούν; Υπάρχει άραγε από το κράτος και από την οργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία κάποια θεμελιώδης υποχρέωση προς τούτο και αν υπάρχει ως ποιο σημείο φτάνει αυτή;; Δεν έχει άραγε την κύρια ευθύνη ο κάθε μεμονωμένος άνθρωπος να καλυτερέψει τη ζωή του, χωρίς να ζητάει δεκανίκια σε άλλους;

Τότε, ξαφνικά, φαίνεται με ένα είδος επιφοίτησης J, μου γεννήθηκε η θεμελιώδης σκέψη της Π.Θ.Τ.Τ.Α.Κ.Α. (Πρωταρχική, Θεμελιώδης, Τεράστια, Τρομερή, Απερίγραπτη Κοινωνική Αυθαιρεσία): Κανείς άνθρωπος δεν έχει αποφασίσει από μόνος του και κατόπιν σκέψης και ανάλυσης να αποδεχθεί τα τεράστια φυσικά μειονεκτήματα που συνοδεύουν τη ζωή και που τα περιέγραψα προηγουμένως, καθώς και τα σαφή κοινωνικά μειονεκτήματα που επίσης την συνοδεύουν. Σαν κοινωνικά μειονεκτήματα θεωρώ τις δυσκολίες των προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων, το πρόβλημα της επιβίωσης, τους διάφορους κοινωνικούς εξαναγκασμούς, όπως την εργασία, αλλά και τους διάφορους κοινωνικούς περιορισμούς. Αντίθετα, η ανθρώπινη ύπαρξη αρχίζει να υπάρχει χωρίς καθόλου να έχει ρωτηθεί γι αυτό. Συμβαίνει δηλαδή ένα είδος καθαρής αυθαιρεσίας. Πρόκειται για την πρωταρχική αυθαιρεσία που υφίσταται κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Ενώ, αυτή η πρωταρχική αυθαιρεσία από μόνη της είναι κάτι το τρομερό, γιατί πως είναι δυνατόν να φέρνεις ένα ανθρώπινο ον σε ύπαρξη ενώ δεν έχει ρωτηθεί καθόλου αν συμφωνεί με αυτό, το γεγονός των τεράστιων φυσικών και κοινωνικών μειονεκτημάτων που συνοδεύουν την ανθρώπινη ζωή, κάνουν αυτή την πρωταρχική αυθαιρεσία να αποκτά τρομερές και απερίγραπτες διαστάσεις. Και το επόμενο φυσιολογικό ερώτημα που μου ήρθε στο μυαλό: Για την πραγματοποίηση αυτής της πρωταρχικής, τρομερής και απερίγραπτης αυθαιρεσίας, υπάρχουν κάποιου είδους συμφέροντα που οδηγούν ώστε αυτή ασταμάτητα να διαπράττεται; Αβίαστα τότε  απάντησα ότι ναι υπάρχουν προφανή και θεμελιώδη συμφέροντα πίσω από αυτή την πρωταρχική, τρομερή, απερίγραπτη και ασταμάτητη αυθαιρεσία: είναι τα θεμελιώδη και απολύτως ζωτικά συμφέροντα των γονέων και της κοινωνίας. Το ποια είναι αυτά τα συμφέροντα αναλύω στο Μανιφέστο, αλλά νομίζω ότι είναι εύκολο να τα σκεφθεί ο καθένας και από μόνος του.

Στη συνέχεια η αλυσίδα των συλλογισμών ήταν απλή και μοιραία: Αν, επομένως, οι ανθρώπινες κοινωνίες, λόγω θεμελιώδους και ζωτικού συμφέροντος επιτρέπουν και μάλιστα ωθούν στην πρωταρχική, τρομερή και απερίγραπτη αυθαιρεσία, τότε οι ευθύνες των κοινωνιών, απέναντι σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, είναι τεράστιες και τέτοιου μεγέθους που είναι αδύνατον να περιγραφεί. Τις συνέπειες αυτής της διαπίστωσης θα προτιμούσα να τις διαβάσετε στο Μανιφέστο.

Γύρω στο 2015, η ιδέα της Π.Θ.Τ.Τ.Α.Κ.Α. είχε σχηματιστεί πλέον για τα καλά στο μυαλό μου. Τους δυο τελευταίους μήνες του 2017, με τέσσερις δημοσιεύσεις στον ιστότοπο  huffingtonpost.gr παρουσίασα το πρωτόλειο του ΜΑΝΙΦΕΣΤΟΥ. Κάποιος φίλος που διάβασε αυτά τα κείμενα με παρότρυνε να τα κάνω βιβλίο. Μου άρεσε αυτή η ιδέα και στα μέσα του 2018 το ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ήταν έτοιμο για βιβλίο.  Όμως, αν δεν είσαι κάποιος ήδη γνωστός συγγραφέας είναι δύσκολο να πείσεις κάποιον εκδότη να εκδώσει το βιβλίο σου, ειδικά σε εποχή οικονομικής κρίσης που τέτοια είναι η περίοδος των τελευταίων δέκα χρόνων για την Ελλάδα. Με την κρίση του κορονοιού οι δυσκολίες μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο. Αλλά, οι δυσκολίες δεν προκύπτουν μόνο από τη μεριά των εκδοτών. Και οι αναγνώστες στον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο τους από τις συνεχείς κοινωνικές υποχρεώσεις και πολλές φορές με περιορισμένα οικονομικά μέσα δεν επιλέγουν να αγοράσουν το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα. Έτσι το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα και μάλιστα στον τομέα της σκέψης, ακόμη και αν εκδοθεί και έχει την τύχη να εκτεθεί στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, κινδυνεύει, χωρίς ανταπόκριση, γρήγορα να αποσυρθεί. Αντίθετα, στο διαδίκτυο για το προϊόν της σκέψης δεν υπάρχει θέμα απόσυρσης και ακόμη και αν δεν υπάρχει αμέσως ανταπόκριση των αναγνωστών, πάντα παραμένει διαθέσιμο και επομένως πάντα υπάρχει η πιθανότητα, ώστε, με κάποιες ευνοϊκές συγκυρίες, να περάσει στις εικονικές προθήκες αυτού του αχανούς πεδίου. Επίσης, δυο άλλα πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα του διαδικτύου είναι ότι σου δίνει τη δυνατότητα μιας άμεσης επικοινωνίας με τον αναγνώστη, αν με κάποιους τρόπους δώσεις τη δυνατότητα σχολίων, και ακόμη ότι σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις όποια στιγμή θέλεις προσθαφαιρέσεις και διορθώσεις στο κείμενο. Δηλ. το κείμενο, δυνητικά, είναι συνεχώς υπό αναθεώρηση και ανακατασκευή. Ωστόσο, σε δεύτερη φάση, θα εξετάσω και την εκδοχή του βιβλίου, χωρίς ποτέ να διακόψω την ελεύθερη πρόσβαση μέσω διαδικτύου, διότι έχω πολύ καλή γνώμη για τα βιβλία  και επομένως θα ήθελα να δω κάποια στιγμή το ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ και σε μορφή βιβλίου. Θέλω σε αυτό το σημείο να πω ότι την ιδέα του διαδικτύου σαν τόπου και τρόπου δημοσίευσης του ΜΑΝΙΦΕΣΤΟΥ, μου την έδωσε ένας φίλος πανεπιστημιακός ο Α. Κιουπκιολής, που είχε την καλοσύνη να διαβάσει το βιβλίο και να εκφρασθεί με πολύ καλά λόγια γι αυτό. 

Και κάτι άλλο που αφορά την πλήρως ελεύθερη πρόσβαση στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ: Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω τους οικονομικούς πόρους ώστε να αφοσιωθώ στη σκέψη, όπως θα ήθελα, και ακόμη να οργανώσω κάποιες σημαντικές δραστηριότητες που προκύπτουν από τις ιδέες που παρατίθενται στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ και που θεωρώ ότι είναι ζωτικά αναγκαίες. Όμως, από την άλλη, έχω την πεποίθηση ότι το ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ είναι πολύ σημαντικό ώστε να το θέσω υπό την αιγίδα και τους περιορισμούς της οικονομίας και του εμπορίου. Επιθυμώ επομένως το ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ να είναι απολύτως ελεύθερο και εύκολα προσβάσιμο σε όλους. Απευθύνεται σε όλους και νομίζω ότι μπορεί να σημαίνει πολλά για την κάθε μεμονωμένη ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς και γι αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινες κοινωνίες.

Φίλες και φίλοι, καλή ανάγνωση και… διαδώστε την Π.Θ.Τ.Τ.Α.Κ.Α. 

 

Υ.Γ. Το ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ασφαλώς δεν είναι μόνο η Π.Θ.Τ.Τ.Α.Κ.Α. Και μιλώντας σε αυτή τη βιογραφία του ΜΑΝΙΦΕΣΤΟΥ, ουσιαστικά μόνο για τον τρόπο που σχηματίσθηκε στο μυαλό μου η Π.Θ.Τ.Τ.Α.Κ.Α., αναμφισβήτητα αδικώ άλλες σπουδαίες ιδέες που παρουσιάζονται στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ. Σε ότι αφορά την, κατά τη γνώμη μου, πολύ σημαντική θεωρία των Μεγάλων Οντοτήτων που επίσης παρουσιάζεται στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, επιθυμώ να… της ζητήσω συγνώμη…  , άλλωστε αυτή ξέρει καλά ότι η ζωή είναι θεμελιωδώς άδικη. Ίσως, κάποια στιγμή επανορθώσω αυτή την αδικία… Σε ότι αφορά όμως την εναλλακτική θεωρία της εργασίας και της επιχείρησης που ο σκελετός της παρουσιάσθηκε στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, έχω να πω ότι βρίσκεται πέραν κάθε αδικίας! Και αυτό γιατί υπάρχει έτοιμο πολυσέλιδο  βιβλίο για το πώς αυτή δημιουργήθηκε στο μυαλό μου, βιβλίο (ανέκδοτο μέχρι στιγμής) με τον τίτλο «Η Γέννεση της Ορμής και Θύελλας», όπου Ορμή και Θύελλα είναι το μυστικό διεθνές ακτιβιστικό κίνημα που εμπνεύστηκε από αυτή την εναλλακτική θεωρία και που δρά μέσα στις επιχειρήσεις με σκοπό να τις μετασχηματίσει λιγότερο ή περισσότερο ή και να τις καταλάβει. Πολλοί επιχειρηματίες και υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων έχουν χάσει την αλαζονεία τους και τον ύπνο τους, μη καταλαβαίνοντας αυτά που παθαίνουν από πού προέρχονται. Σπεύδω να πω ότι πλέον δεν γνωρίζω τίποτα για την ακριβή δράση της Ορμής και Θύελλας, γιατί, εγώ ο δημιουργός της, αποφάσισα, με κοινή συλλογική απόφαση, να τερματίσω την συμμετοχή μου σε αυτήν προκειμένου να δημοσιοποιήσω, με τον τρόπο που πρέπει, τη δράση της και έτσι να σπείρω πολλές Ορμές και Θύελλες. Είναι δε τόσο θαυμαστός και περιπετειώδης ο τρόπος που γεννήθηκε η Ορμή και Θύελλα, πού οι συνειδητοί υποστηρικτές της ζωής θα βρουν επιχειρήματα ώστε εύλογα να υποστηρίξουν ότι για τέτοιες θαυμαστές περιπέτειες αξίζει να ζει κανείς την ανθρώπινη ζωή. Σε αυτό το σημείο σταματώ…          

bottom of page